Ordning på græsk

Oversættelse: ordning, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εντολή, παραγγελία, προσταγή, παραγγέλλω, σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος
Ordning på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: ordning

job bolig ordning, ordning \46 reda, ordning antonymer, ordning betydning, ordning engelsk, ordning sprog ordbog græsk, ordning på græsk

Oversættelser

  • ordinær på græsk - κοινός, συνήθης, συνηθισμένος, ετήσιος, Ετήσια, Ετήσιες, Ετήσιο, ...
  • ordne på græsk - κανονίζω, τακτοποιώ, καθορίσει, διορθώσετε, να καθορίσει, καθορίζουν, καθορίζει
  • ordre på græsk - παραγγελία, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, προστάζω, διατάζω, διαταγή, ...
  • ordsprog på græsk - ρητό, απόφθεγμα, παροιμία, γνωμικό, παροιμίας, η παροιμία
Tilfældige ord
Ordning på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εντολή, παραγγελία, προσταγή, παραγγέλλω, σχέδιο, καθεστώς, καθεστώτος, σύστημα, συστήματος