Sag på græsk

Oversættelse: sag, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
θέμα, παράδειγμα, βαλίτσα, περίπτωση, περιστατικό, ύλη, δεσμός, νοιάζομαι, υπόθεση, θήκη, πράγμα, υποθέσεως, την περίπτωση, Case
Sag på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: sag

arbejdsskadestyrelsen, elevintra sag, min sag, sag antonymer, sag betydning, sag sprog ordbog græsk, sag på græsk

Oversættelser

  • safran på græsk - κρόκος, ζαφορά, σαφράνι, σαφράν, το σαφράν
  • saft på græsk - ζουμί, εξαντλώ, χυμός, χυμό, χυμού, χυμών, χυμούς
  • sagfører på græsk - συνηγορώ, υπερασπιστής, δικηγόρος, συνήγορος, υποστηρικτής, δικηγόρο, δικηγόρου, ...
  • sagkyndig på græsk - εμπειρογνώμονας, εμπειρογνώμων, ειδικός, εμπειρογνωμόνων, εμπειρογνώμονα, των εμπειρογνωμόνων
Tilfældige ord
Sag på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: θέμα, παράδειγμα, βαλίτσα, περίπτωση, περιστατικό, ύλη, δεσμός, νοιάζομαι, υπόθεση, θήκη, πράγμα, υποθέσεως, την περίπτωση, Case