Sart på græsk
Oversættelse: sart, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φίνος, εύθραυστος, μαλθακός, λεπτός, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Andre Sprog
Relaterede ord: sart
sart ais, sart antonymer, sart betydning, sart engelsk, sart hud, sart sprog ordbog græsk, sart på græsk
Oversættelser
- sardin på græsk - σαρδέλα, είδος σαρδέλλας ή ρέγγας, σαρδελών, σαρδέλες, σαρδέλας
- sarkasme på græsk - σαρκασμός, σαρκασμό, σαρκασμού, το σαρκασμό, τον σαρκασμό
- satellit på græsk - δορυφόρος, δορυφορική, δορυφορικά, δορυφορικής, δορυφόρου
- sauce på græsk - σάλτσα, σάλτσας, τη σάλτσα, σως, σάλτσα από
Tilfældige ord
Sart på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φίνος, εύθραυστος, μαλθακός, λεπτός, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη
Oversættelser: φίνος, εύθραυστος, μαλθακός, λεπτός, αδύναμος, ευαίσθητος, λεπτή, λεπτό, ευαίσθητη