Skæl på græsk
Oversættelse: skæl, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κλίμακας, κασίδα, κλιμάκωση, λέπι, κλίμακα, πιτυρίδα, πιτυρίαση, Dandruff, την πιτυρίδα, πιτυρίασης
Andre Sprog
Relaterede ord: skæl
mod skæl, skæl antonymer, skæl betydning, skæl hos heste, skæl hos hunde, skæl sprog ordbog græsk, skæl på græsk
Oversættelser
- skæbne på græsk - μοίρα, ειμαρμένη, πεπρωμένο, τύχη, τύχης, την τύχη, τη μοίρα
- skæg på græsk - μούσι, γένι, γενειάδα, γένια, τα γένια, γενειάδας
- skælde på græsk - προπηλακίζω, λοιδορώ, λοιδορία, βρίζω, προσβάλλω, κατάχρηση, προσβολή, ...
- skælven på græsk - ριγώ, ανατριχίλα, τρέμω, τουρτουρίζω, σεισμικές δονήσεις, δονήσεις, τρόμο, ...
Tilfældige ord
Skæl på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κλίμακας, κασίδα, κλιμάκωση, λέπι, κλίμακα, πιτυρίδα, πιτυρίαση, Dandruff, την πιτυρίδα, πιτυρίασης
Oversættelser: κλίμακας, κασίδα, κλιμάκωση, λέπι, κλίμακα, πιτυρίδα, πιτυρίαση, Dandruff, την πιτυρίδα, πιτυρίασης