Sten på græsk
Oversættelse: sten, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κουνώ, λιθοβολώ, ροκ, πετροβολώ, πέτρα, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: sten
blå sten, de vises sten, fliser, granit sten, grøn sten, sten sprog ordbog græsk, sten på græsk
Oversættelser
- stemning på græsk - κέφι, έγκλιση, διάθεση, διάθεσης, της διάθεσης, διάθεσή, τη διάθεση
- stempel på græsk - έμβολο, πιστόνι, σφραγίδα, γραμματόσημο, γραμματοσήμων, Stamp, χαρτοσήμου
- stenbrud på græsk - νταμάρι, λατομείο, λατομείου, του λατομείου, λατομείων, λατομικών
- stenografi på græsk - στενογραφία, συντομογραφία, στενογραφίας, συντόμευση, συντομογραφίας
Tilfældige ord
Sten på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κουνώ, λιθοβολώ, ροκ, πετροβολώ, πέτρα, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη
Oversættelser: κουνώ, λιθοβολώ, ροκ, πετροβολώ, πέτρα, λικνίζω, πέτρινο, πέτρινα, πέτρας, πέτρινη