Tilsøle på græsk
Oversættelse: tilsøle, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μαγαρίζω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: tilsøle
tilsøle antonymer, tilsøle betydning, tilsøle krydsord, tilsøle kryssord, tilsøle ordbog, tilsøle sprog ordbog græsk, tilsøle på græsk
Oversættelser
- tilstrømning på græsk - ορμή, εισροή, εισροής, συρροής, συρροή, ροή
- tilstå på græsk - διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, ομολογήσω, ομολογήσει, ομολογούμε, να ομολογήσω
- tiltage på græsk - αυξάνω, αύξηση, διεκδικώ άδικως, οικειοποιηθεί, οικειοποιηθεί ένα, διεκδικούν αυθαίρετα, σφετερίζονται
- tiltagende på græsk - αυξάνω, αύξηση, αυξανόμενη, αυξάνοντας, αύξηση της, την αύξηση
Tilfældige ord
Tilsøle på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μαγαρίζω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη
Oversættelser: μαγαρίζω, θαμπώνω, ξεθωριάζω, αμαυρώσει, να αμαυρώσει, αμαυρώσει τη