Urin på græsk
Oversættelse: urin, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ποτίζω, νερό, ούρα, ύδωρ, ούρων, τα ούρα, των ούρων, στα ούρα
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: urin
blod i urin, blod urin, blærebetændelse, grumset urin, grøn urin, urin sprog ordbog græsk, urin på græsk
Oversættelser
- uran på græsk - ουράνιο, ουρανίου, του ουρανίου, το ουράνιο, ουράνιου
- urimelig på græsk - περίγελος, παράλογος, γελοίος, ανόητος, άδικος, αθέμιτος, αθέμιτες, ...
- urmager på græsk - ωρολογοποιός, ωρολογοποιία, ωρολογοποιού, ωρολογοποιίας, εταιρεία ωρολογοποιίας
- uskyld på græsk - αθωότητα, αθωότητας, αθωότητά, την αθωότητά, την αθωότητα
Tilfældige ord
Urin på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ποτίζω, νερό, ούρα, ύδωρ, ούρων, τα ούρα, των ούρων, στα ούρα
Oversættelser: ποτίζω, νερό, ούρα, ύδωρ, ούρων, τα ούρα, των ούρων, στα ούρα