Absolving in greek
Translation: absolving, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απαλλάσσοντας, απαλλάσσει, απαλλάσσοντάς, ελαφρύνουν, δίνοντας άφεση αμαρτιών
Other Languages
Related words: absolving
absolving language dictionary greek, absolving in greek
Translations
- absolved in greek - απαλλάσσεται, απήλλαξε, απάλλαξε, αποποιήθηκε, απήλλασσε
- absolves in greek - απαλλάσσει, αθωώνει, απαλλάσσει τις, απαλλάσσει τον
- absorb in greek - απορροφώ, απορροφούν, απορροφήσει, απορροφήσουν, απορροφά, να απορροφήσει
- absorbability in greek - απορροφητικότητα, απορροφησιμότητα, απορροφητικότητας, απορροφησιμότητας, την απορροφητικότητα
Random words
Absolving in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απαλλάσσοντας, απαλλάσσει, απαλλάσσοντάς, ελαφρύνουν, δίνοντας άφεση αμαρτιών
Translations: απαλλάσσοντας, απαλλάσσει, απαλλάσσοντάς, ελαφρύνουν, δίνοντας άφεση αμαρτιών