Agglutinating in greek
Translation: agglutinating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συγκολλητικός, συγκολλητινογόνος, συγκόλλησης, συσσωμάτωσης, μέσο συγκόλλησης
Other Languages
Related words: agglutinating
agglutinating language dictionary greek, agglutinating in greek
Translations
- agglutinated in greek - συγκολλημένα, συγκολλούσαν, συγκολλώνται, συγκολλημένες, και συγκολλημένες
- agglutinates in greek - συσσωματώματα, συσσωματωμάτων, συγκολλά, υφίσταται συγκόλληση
- agglutinative in greek - συγκολλητικός, συγκολλητική, συγκολλητικές, συγκολλητικής, τις συγκολλητικής
Random words
Agglutinating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συγκολλητικός, συγκολλητινογόνος, συγκόλλησης, συσσωμάτωσης, μέσο συγκόλλησης
Translations: συγκολλητικός, συγκολλητινογόνος, συγκόλλησης, συσσωμάτωσης, μέσο συγκόλλησης