Arrogating in greek
Translation: arrogating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
οικειοποιείται, ιδιοποίησης κατά, οικειοποιείται την, υπήρχε αντιποίηση, και εκχωρώντας
Other Languages
Related words: arrogating
arrogating language dictionary greek, arrogating in greek
Translations
- arrogated in greek - διεκδικήσαμε, σφετερίστηκε, οικειοποιηθεί, σφαίρα σφετερίστηκε
- arrogation in greek - υπερβολική αξίωση, σφετερισμό, προσοικείωσής, της προσοικείωσής, Μονοπώληση
- arrow in greek - βέλος
Random words
Arrogating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: οικειοποιείται, ιδιοποίησης κατά, οικειοποιείται την, υπήρχε αντιποίηση, και εκχωρώντας
Translations: οικειοποιείται, ιδιοποίησης κατά, οικειοποιείται την, υπήρχε αντιποίηση, και εκχωρώντας