Bailiffs in greek
Translation: bailiffs, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
δικαστικοί επιμελητές, δικαστικών επιμελητών, οι δικαστικοί επιμελητές, δικαστικούς επιμελητές, τους δικαστικούς επιμελητές
Other Languages
Related words: bailiffs
bailiffs language dictionary greek, bailiffs in greek
Translations
- bailey in greek - Bailey, Μπέιλι, της bailey, Μπέιλυ, εξωτερικό τοίχο του κάστρου
- bailiff in greek - δικαστικός κλητήρας, δικαστικός επιμελητής, δικαστικού επιμελητή, δικαστικό επιμελητή, επιμελητή
- bailing in greek - διάσωση, σημερινή σωτηρία
- bailiwick in greek - δικαιοδοσία κλητήρος, Bailiwick, του Bailiwick, το Bailiwick
Random words
Bailiffs in greek - Dictionary: english » greek
Translations: δικαστικοί επιμελητές, δικαστικών επιμελητών, οι δικαστικοί επιμελητές, δικαστικούς επιμελητές, τους δικαστικούς επιμελητές
Translations: δικαστικοί επιμελητές, δικαστικών επιμελητών, οι δικαστικοί επιμελητές, δικαστικούς επιμελητές, τους δικαστικούς επιμελητές