Casuistry in greek
Translation: casuistry, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
Other Languages
Related words: casuistry
definition casuistry, define casuistry, casuistry language dictionary greek, casuistry in greek
Translations
- casuistic in greek - περιπτωσιολογία, περιπτωσιολογικά, περιπτωσιολογική, περιπτωσιολογία που
- cat in greek - γάτα, γάτας, γάτες, της γάτας
- cat's-meat in greek - Σωματικό, γάτας, της γάτας
Random words
Casuistry in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία
Translations: σοφιστική ηθικολογία, περιπτωσιολογία, η περιπτωσιολογία, οφείλεται στη λεπτολογία, που οφείλεται στη λεπτολογία