Certificated in greek
Translation: certificated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
πιστοποιημένη, πιστοποιημένο, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένα, πιστοποίηση
Other Languages
Related words: certificated
certificated salary schedule, certificated teacher, birth certificated, certificated security, certificated language dictionary greek, certificated in greek
Translations
- certifiably in greek - πιστοποιημένα, αποδεικνύεται η
- certificate in greek - πιστοποιητικό, πιστοποιητικού, βεβαίωση, πιστοποιητικό που, το πιστοποιητικό
- certificates in greek - πιστοποιητικά, πιστοποιητικών, τα πιστοποιητικά, πιστοποιητικά που, των πιστοποιητικών
- certificating in greek - πιστοποιούσα
Random words
Certificated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: πιστοποιημένη, πιστοποιημένο, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένα, πιστοποίηση
Translations: πιστοποιημένη, πιστοποιημένο, πιστοποιηθεί, πιστοποιημένα, πιστοποίηση