Charred in greek

Translation: charred, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απανθρακωμένα, απανθρακωμένη, απανθρακωμένο, απανθρακωμένοι, απανθρακωμένων
Charred in greek
Other Languages

Related words: charred

charred oak, charred wood, charred body, charred remains, charred corn, charred language dictionary greek, charred in greek

Translations

  • charms in greek - γοητεύει, γοητείες, χάρες, Φυλακτά, μαγεύει
  • charnel-house in greek - νεκροτομείο, νεκροφυλακείο, νεκροταφεία
  • charring in greek - απανθράκωση, απανθράκωσης, επίκαυση, απανθράκωσης που, εξανθρακώσεως
  • chars in greek - οστεοφυλάκιο, χαρακτήρες, χαρακτήρων, χαρακτ
Random words
Charred in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απανθρακωμένα, απανθρακωμένη, απανθρακωμένο, απανθρακωμένοι, απανθρακωμένων