Chronicled in greek
Translation: chronicled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξιστορείται, σας χρόνια αλλά, ηξιστόρησε κατά γράμμα, χρονικό της
Other Languages
Related words: chronicled
chronicled language dictionary greek, chronicled in greek
Translations
- chronically in greek - χρονίως, χρόνια, χρόνιες, χρονικώς, με χρόνιες
- chronicle in greek - χρονικό, αφηγούμαι, ιστορώ, Chronicle, εξιστορεί κατά γράμμα, το χρονικό, Χρονικόν
- chronicler in greek - χρονικογράφος
- chroniclers in greek - χρονογράφοι, χρονικογράφοι, χρονικογράφους, χρονογράφους, τους χρονικογράφους
Random words
Chronicled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξιστορείται, σας χρόνια αλλά, ηξιστόρησε κατά γράμμα, χρονικό της
Translations: εξιστορείται, σας χρόνια αλλά, ηξιστόρησε κατά γράμμα, χρονικό της