Companionway in greek
Translation: companionway, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κλίμαξ από το κατάστρωμα εις τον θάλαμο πλοίου
Other Languages
Related words: companionway
companionway language dictionary greek, companionway in greek
Translations
- companionship in greek - συντροφιά, συντροφικότητα, παρέα, συντροφικότητας, τη συντροφικότητα
- companionships in greek - συντροφικότητες, Οι συντροφικότητες
- company in greek - εταιρία, θίασος, παρέα, ομήγυρη, εταιρεία, εταιρείας, επιχείρηση, ...
- comparability in greek - συγκρισιμότητα, συγκρισιμότητας, τη συγκρισιμότητα, η συγκρισιμότητα, δυνατότητα σύγκρισης
Random words
Companionway in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κλίμαξ από το κατάστρωμα εις τον θάλαμο πλοίου
Translations: κλίμαξ από το κατάστρωμα εις τον θάλαμο πλοίου