Conceptually in greek
Translation: conceptually, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εννοιολογικά, εννοιολογικής, εννοιολογική, εννοιολογικώς, από εννοιολογικής
Other Languages
Related words: conceptually
conceptually definition, conceptually language dictionary greek, conceptually in greek
Translations
- conceptualizes in greek - αντιλαμβάνεται, αντιλαμβάνεται εννοιολογικά, αντιλαμβάνεται εννοιολογικά την
- conceptualizing in greek - θεώρησης της, αντιληφθούμε, σύλληψη της
- concern in greek - προβληματισμός, ενδιαφέρον, ανησυχία
- concerned in greek - ενδιαφερόμενος, ενδιαφερόμενο, ενδιαφερόμενα, ανησυχεί, οικείο
Random words
Conceptually in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εννοιολογικά, εννοιολογικής, εννοιολογική, εννοιολογικώς, από εννοιολογικής
Translations: εννοιολογικά, εννοιολογικής, εννοιολογική, εννοιολογικώς, από εννοιολογικής