Counteracted in greek
Translation: counteracted, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αντιμετωπισθεί, εξουδετερώνεται, αντισταθμίζεται, εξουδετερωθούν, αντισταθμιστεί
Other Languages
Related words: counteracted
counteracted language dictionary greek, counteracted in greek
Translations
- counter-voltage in greek - μετρητή, μετρητής, αντίθεση, αντίθετη, απαριθμητή
- counteract in greek - εξουδετέρωση, εξουδετερώσουν, την αντιμετώπιση, αντιμετώπιση, εξουδετερώσει
- counteracting in greek - αντενεργείας, εξουδετέρωσης, εξουδετερωτικό, εξουδετερωτικός, εξουδετερωτή
- counteraction in greek - αντίπραξη, αντενέργεια, αντίδραση, εξουδετέρωση, την εξουδετέρωση
Random words
Counteracted in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αντιμετωπισθεί, εξουδετερώνεται, αντισταθμίζεται, εξουδετερωθούν, αντισταθμιστεί
Translations: αντιμετωπισθεί, εξουδετερώνεται, αντισταθμίζεται, εξουδετερωθούν, αντισταθμιστεί