Dampens in greek
Translation: dampens, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αμβλύνει, υγραίνει, αποσβένει, μειώνει, αμβλύνει τη
Other Languages
Related words: dampens
dampens language dictionary greek, dampens in greek
Translations
- dampened in greek - βρεγμένο, νοτισμένο, εμποτισμένο, διαβρέχεται, διαβροχή
- dampening in greek - απόσβεση, ύγρανσης, διαβροχής, υγράνσεως, υγραντικό
- damper in greek - αποσβεστήρας, αποσβεστήρα, απόσβεσης, αμορτισέρ, κλαπέτο απομονώσεως
- dampers in greek - αποσβεστήρες, αποσβεστήρων, αποσβεστήρες ταλαντώσεων, κλαπέτα απομονώσεως, των φραγμάτων
Random words
Dampens in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αμβλύνει, υγραίνει, αποσβένει, μειώνει, αμβλύνει τη
Translations: αμβλύνει, υγραίνει, αποσβένει, μειώνει, αμβλύνει τη