Decoupled in greek
Translation: decoupled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποσυνδεδεμένης, αποσυνδεδεμένη, αποσυνδεδεμένες, αποσυνδεθεί, αποσύνδεση
Other Languages
Related words: decoupled
decoupled language dictionary greek, decoupled in greek
Translations
- decorum in greek - ευπρέπεια, κοσμιότητα, ευπρέπειας, ευπρέπειά, την ευπρέπεια
- decouple in greek - αποσυνδέσει, αποσυνδέσουμε, αποσύνδεση της, αποσυνδεθεί η, αποσυνδέσουν
- decoupling in greek - αποσύνδεση, αποσύνδεσης, η αποσύνδεση, αποδέσμευση, την αποσύνδεση
- decoy in greek - κράχτης, δόλωμα, δολωμάτων, δολώματα, δολώματος
Random words
Decoupled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποσυνδεδεμένης, αποσυνδεδεμένη, αποσυνδεδεμένες, αποσυνδεθεί, αποσύνδεση
Translations: αποσυνδεδεμένης, αποσυνδεδεμένη, αποσυνδεδεμένες, αποσυνδεθεί, αποσύνδεση