Effectuation in greek
Translation: effectuation, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υλοποιησής, πραγμάτωση και, φάση υλοποιησής, φάση υλοποιησής της, υλοποιησής της
Other Languages
Related words: effectuation
effectuation language dictionary greek, effectuation in greek
Translations
- effectuating in greek - της ασκήσεως του, προς τη διενέργεια
- effeminacy in greek - θηλυπρέπεια, θηλυπρέπειας, μαλθακότητα
Random words
Effectuation in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υλοποιησής, πραγμάτωση και, φάση υλοποιησής, φάση υλοποιησής της, υλοποιησής της
Translations: υλοποιησής, πραγμάτωση και, φάση υλοποιησής, φάση υλοποιησής της, υλοποιησής της