Emulsifying in greek

Translation: emulsifying, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
γαλακτωματοποιητικά, γαλακτωματοποιητικούς, γαλακτωματοποιητικό, γαλακτωματοποιητικοί, γαλακτωματοποιητικού
Emulsifying in greek
Other Languages

Related words: emulsifying

emulsifying wax, emulsifying agent, emulsifying oil, emulsifier, emulsifying agents, emulsifying language dictionary greek, emulsifying in greek

Translations

  • emulsifies in greek - γαλακτωματοποιεί, γαλακτωματοποιεί και
  • emulsify in greek - γαλακτώνω, γαλακτωματοποιεί, γαλακτωματοποιήσει, γαλακτωματοποιήσουν, γαλακτωματοποιούν
  • emulsion in greek - γαλάκτωμα, γαλακτώματος, του γαλακτώματος, γαλάκτωμα που, γαλακτωμάτων
  • emulsions in greek - γαλακτώματα, γαλακτωμάτων, τα γαλακτώματα, γαλακτώματα που
Random words
Emulsifying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: γαλακτωματοποιητικά, γαλακτωματοποιητικούς, γαλακτωματοποιητικό, γαλακτωματοποιητικοί, γαλακτωματοποιητικού