Endowing in greek
Translation: endowing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προικοδότηση, τροφοδότηση, τροφοδότησης, που αναθέτει, την τροφοδότηση
Other Languages
Related words: endowing
endowing language dictionary greek, endowing in greek
Translations
- endow in greek - προικίζω
- endowed in greek - προικισμένο, προικισμένη, προικισμένες, προικισμένα, προικισμένοι
- endowment in greek - χάρισμα, προικοδότηση, όργανο, κληροδότημα, κονδυλίου, προικώο
- endowments in greek - κληροδοτήματα, δωρεές, προικοδοτήσεις, οι προικοδοτήσεις, κληροδοτημάτων
Random words
Endowing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προικοδότηση, τροφοδότηση, τροφοδότησης, που αναθέτει, την τροφοδότηση
Translations: προικοδότηση, τροφοδότηση, τροφοδότησης, που αναθέτει, την τροφοδότηση