Energy-consuming in greek

Translation: energy-consuming, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καταναλώνουν ενέργεια, που καταναλώνουν ενέργεια, ενεργειοβόρους, κατανάλωσης ενέργειας, ενεργειοβόρους τρόπους
Energy-consuming in greek
Other Languages

Related words: energy-consuming

energy-consuming language dictionary greek, energy-consuming in greek

Translations

  • energizing in greek - ενεργοποίηση, ενεργοποιώντας, αναζωογονητικό, ενεργοποίησης, ενεργοποιητική
  • energy-rich in greek - πλούσια σε ενέργεια, πλούσιο σε ενέργεια, ενεργειακά πλούσιες, πλούσιων σε ενεργειακά αποθέματα, πλούσιες σε ενέργεια
  • energy-saving in greek - εξοικονόμησης ενέργειας, εξοικονόμηση ενέργειας, την εξοικονόμηση ενέργειας, εξοικονομούν ενέργεια, εξοικονόμησης
Random words
Energy-consuming in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καταναλώνουν ενέργεια, που καταναλώνουν ενέργεια, ενεργειοβόρους, κατανάλωσης ενέργειας, ενεργειοβόρους τρόπους