Explorations in greek
Translation: explorations, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξερευνήσεις, αναζητήσεις, εξερευνήσεων, τις εξερευνήσεις, διερευνήσεις
Other Languages
Related words: explorations
great explorations, new explorations, math explorations, early explorations, european explorations, explorations language dictionary greek, explorations in greek
Translations
- exploits in greek - εκμεταλλεύεται, κατορθώματα, κατορθώματά, άθλους
- exploration in greek - εξερεύνηση, εξερεύνησης, διερεύνηση, έρευνα, την εξερεύνηση
- explorative in greek - εξερευνητικό, διερευνητικά, εξερευνητικές, διερευνητική, διερευνητικές
- exploratory in greek - διερευνητικές, διερευνητική, διερευνητικών, εξερευνητική, διερευνητικής
Random words
Explorations in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξερευνήσεις, αναζητήσεις, εξερευνήσεων, τις εξερευνήσεις, διερευνήσεις
Translations: εξερευνήσεις, αναζητήσεις, εξερευνήσεων, τις εξερευνήσεις, διερευνήσεις