Expropriated in greek
Translation: expropriated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
απαλλοτριώθηκαν, απαλλοτριωθεί, απαλλοτριώθηκε, απαλλοτριωμένη, απαλλοτριωθούν
Other Languages
Related words: expropriated
expropriated language dictionary greek, expropriated in greek
Translations
- expressway in greek - ταχείας κυκλοφορίας, ταχείας, αυτοκινητόδρομος, οδός ταχείας, οδού ταχείας
- expropriate in greek - αλλοτριώνω
- expropriates in greek - απαλλοτριώνει, απαλλοτριώσεις, απαλλοτριώνει τις, απαλλοτριώσεις στις, απαλλοτριώνει το
- expropriating in greek - απαλλοτριώνει, απαλλοτριώνοντας, αποστέρηση της, την αποστέρηση της, έχει απαλλοτριώσει
Random words
Expropriated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: απαλλοτριώθηκαν, απαλλοτριωθεί, απαλλοτριώθηκε, απαλλοτριωμένη, απαλλοτριωθούν
Translations: απαλλοτριώθηκαν, απαλλοτριωθεί, απαλλοτριώθηκε, απαλλοτριωμένη, απαλλοτριωθούν