Fixating in greek
Translation: fixating, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
σταθεροποιήσεως, στερέωσης, μονιμοποίηση, την μονιμοποίηση
Other Languages
Related words: fixating
fixating language dictionary greek, fixating in greek
Translations
- fixated in greek - σταθεροποιείται, προσκολλημένοι, σκέψη έχει απολιθωθεί, προσκολλημένος, μονιμοποιημένο
- fixates in greek - καθηλώνει, στερεώνει
- fixations in greek - οι στερεώσεις, υλική ενσωμάτωση, την υλική ενσωμάτωση, υλικές ενσωματώσεις, τις υλικές ενσωματώσεις
Random words
Fixating in greek - Dictionary: english » greek
Translations: σταθεροποιήσεως, στερέωσης, μονιμοποίηση, την μονιμοποίηση
Translations: σταθεροποιήσεως, στερέωσης, μονιμοποίηση, την μονιμοποίηση