Fumigant in greek

Translation: fumigant, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
καπνογόνο, απολυμαντικό, απολυμαντικού, υποκαπνιστικό, υποκαπνιστικού
Fumigant in greek
Other Languages

Related words: fumigant

fumigant language dictionary greek, fumigant in greek

Translations

  • fumed in greek - καπνισμένη, καπνισμένες, μικροπυριτική, μικροπυριτικής
  • fumes in greek - αναθυμιάσεις, καπνούς, καπνών, αναθυμιάσεων, καπνοί
  • fumigate in greek - καπνίζω, την απολύμανση, απολυμαίνουν, απολύμανση των, τον υποκαπνισμό
  • fumigated in greek - σε υποκαπνισμό, που υποκαπνίσθηκαν, υποβληθεί σε υποκαπνισμό, να υποστεί υποκαπνισμό, υφίσταται υποκαπνισμό
Random words
Fumigant in greek - Dictionary: english » greek
Translations: καπνογόνο, απολυμαντικό, απολυμαντικού, υποκαπνιστικό, υποκαπνιστικού