Funded in greek
Translation: funded, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κεφαλαιοποιητικό, κεφαλαιοποιητικά, χρηματοδοτούμενης, χρηματοδοτούμενων, χρηματοδοτούμενη
Other Languages
Related words: funded
the funded, government funded, self funded, get funded, fully funded, funded language dictionary greek, funded in greek
Translations
- fundamentally in greek - ουσιαστικά
- fundamentals in greek - βασικές αρχές, Fundamentals, θεμελιώδη μεγέθη, Στοιχεία Θεμελιώδη, θεμελιώδεις αρχές
- funding in greek - χρηματοδότηση, χρηματοδότησης, η χρηματοδότηση, τη χρηματοδότηση, της χρηματοδότησης
- fundraiser in greek - έρανο, έρανος, για έρανο, έρανο για
Random words
Funded in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κεφαλαιοποιητικό, κεφαλαιοποιητικά, χρηματοδοτούμενης, χρηματοδοτούμενων, χρηματοδοτούμενη
Translations: κεφαλαιοποιητικό, κεφαλαιοποιητικά, χρηματοδοτούμενης, χρηματοδοτούμενων, χρηματοδοτούμενη