Intrusting in greek

Translation: intrusting, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ενδιαφέρει
Intrusting in greek
Other Languages

Related words: intrusting

intrusting language dictionary greek, intrusting in greek

Translations

  • intrusively in greek - παρεισφρητικά, ενοχλητικό, ενοχλητικό τρόπο
  • intubation in greek - διασωλήνωση, διασωλήνωσης, τη διασωλήνωση, καθετηριασμού, διασωληνώσεις
  • intuition in greek - διαίσθηση, διαίσθησή, διαίσθησης, τη διαίσθηση, η διαίσθηση
Random words
Intrusting in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ενδιαφέρει