Labour-saving in greek
Translation: labour-saving, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
εξοικονόμησης εργασίας, εξοικονομήσεως εργασίας, εξοικονόμηση εργασίας, εξοικονόμηση εργατικού δυναμικού, εξοικονομούν εργατικό δυναμικό
Other Languages
Related words: labour-saving
labour-saving language dictionary greek, labour-saving in greek
Translations
- labour-consuming in greek - εργασίας, εργασία, εργατικού δυναμικού, της εργασίας, δυναμικού
- labour-intensive in greek - εντάσεως εργασίας, έντασης εργασίας, υψηλής έντασης εργατικού δυναμικού, υψηλής έντασης εργασίας, υψηλής εντάσεως εργασίας
- labour-union in greek - συνδικαλιστές
- laboured in greek - βαρύς, δούλευαν, εργώδη, δυσκολία στην, κοπιώδης
Random words
Labour-saving in greek - Dictionary: english » greek
Translations: εξοικονόμησης εργασίας, εξοικονομήσεως εργασίας, εξοικονόμηση εργασίας, εξοικονόμηση εργατικού δυναμικού, εξοικονομούν εργατικό δυναμικό
Translations: εξοικονόμησης εργασίας, εξοικονομήσεως εργασίας, εξοικονόμηση εργασίας, εξοικονόμηση εργατικού δυναμικού, εξοικονομούν εργατικό δυναμικό