Lordliness in greek
Translation: lordliness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αρχοντικότης, αρχοντικότητα, αρχοντιά, αρχοντιάς, αρχοντιά τους
Other Languages
Related words: lordliness
lordliness language dictionary greek, lordliness in greek
Translations
- loquacity in greek - πολυλογία
- lord in greek - αφέντης, λόρδος, άρχοντας, άρχοντα, κύριος, κύριός, ο κύριός
- lordly in greek - αρχοντικός, αρχοντική, αρχοντικό, αρχοντικές, αρχοντάρης
- lordship in greek - αρχοντιά, εξοχότητα, κυριότητα, εξοχότητας, αφεντιά
Random words
Lordliness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αρχοντικότης, αρχοντικότητα, αρχοντιά, αρχοντιάς, αρχοντιά τους
Translations: αρχοντικότης, αρχοντικότητα, αρχοντιά, αρχοντιάς, αρχοντιά τους