Maintainability in greek
Translation: maintainability, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συντηρησιμότητα, δυνατότητα συντήρησης, της συντήρησης, διατηρησιμότητα, η συντηρησιμότητα
Other Languages
Related words: maintainability
reliability and maintainability, reliability availability maintainability, maintainability index, software maintainability, maintainability language dictionary greek, maintainability in greek
Translations
- mainstream in greek - επικρατούσα τάση, ενσωμάτωση, γενικά, κύρια, γενική
- maintain in greek - διατείνομαι, διατηρώ, υποστηρίζω
- maintainable in greek - διατηρήσιμη, συντηρήσιμα, στη συντήρηση, συντηρήσιμο, διατηρήσιμο
- maintained in greek - διατηρείται, διατηρηθούν, διατηρούνται, διατηρήθηκε, διατηρηθεί
Random words
Maintainability in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συντηρησιμότητα, δυνατότητα συντήρησης, της συντήρησης, διατηρησιμότητα, η συντηρησιμότητα
Translations: συντηρησιμότητα, δυνατότητα συντήρησης, της συντήρησης, διατηρησιμότητα, η συντηρησιμότητα