Mightiness in greek
Translation: mightiness, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
κραταιότητα, κραταιότης, κραταιότητας, κραταιότητά, την κραταιότητά
Other Languages
Related words: mightiness
mightiness language dictionary greek, mightiness in greek
Translations
- mightiest in greek - ισχυρότερο, ισχυρότερος, δυνατότερους, δυνατότερο
- mightily in greek - ισχυρά, δυνατά, συντριπτικά σε
- mighty in greek - δυνατός, ισχυρός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
- mignonette in greek - ρεζεδά, οινάνθη, ρεζεντά
Random words
Mightiness in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κραταιότητα, κραταιότης, κραταιότητας, κραταιότητά, την κραταιότητά
Translations: κραταιότητα, κραταιότης, κραταιότητας, κραταιότητά, την κραταιότητά