Objectify in greek
Translation: objectify, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αντικειμενοποιούν, αντικειμενοποιήσει, αντικειμενοποιήσουν, αντικειμενοποιήσουμε
Other Languages
Related words: objectify
objectify women, to objectify, objectify definition, objectify men, objectify define, objectify language dictionary greek, objectify in greek
Translations
- objectified in greek - αντικειμενοποιημένο, αντικειμενοποιούνται, αντικειμενοποιείται, αντικειμενικοποιημένης, αντικειμενικοποιημένη
- objectifies in greek - αντικειμενικοποιεί, αντικειμενοποιεί, αντικειμενοποιείται, αντικειμενοποιεί τα
- objectifying in greek - αντικειμενοποιούντα, αντικειμενικοποίηση του, αντικειμενοποιών, αντικειμενοποιούν, την αντικειμενικοποίηση
- objecting in greek - αντιρρήσεις, αντιτίθεται, αντιταχθεί, οποίους αντιτίθεται, τους οποίους αντιτίθεται
Random words
Objectify in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αντικειμενοποιούν, αντικειμενοποιήσει, αντικειμενοποιήσουν, αντικειμενοποιήσουμε
Translations: αντικειμενοποιούν, αντικειμενοποιήσει, αντικειμενοποιήσουν, αντικειμενοποιήσουμε