Operated in greek
Translation: operated, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
Other Languages
Related words: operated
battery operated, battery, battery operated lights, coin operated, battery operated light, operated language dictionary greek, operated in greek
Translations
- operas in greek - όπερες, όπερα, τις όπερες, λυρικές σκηνές, όπερας
- operate in greek - εγχειρίζω, λειτουργώ, λειτουργούν, λειτουργεί, λειτουργία, λειτουργήσει, λειτουργίας
- operates in greek - λειτουργεί, δραστηριοποιείται, λειτουργία, λειτουργίας, εκμεταλλεύεται
- operatic in greek - μελοδραματικός, οπερατικά, οπερατική, οπερατικής, οπερατικές
Random words
Operated in greek - Dictionary: english » greek
Translations: λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε
Translations: λειτουργεί, λειτουργούν, που λειτουργούν, που λειτουργεί, λειτουργούσε