Overruling in greek
Translation: overruling, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υπέρτερο, παρακάμπτοντας, την αναίρεση, μη λήψεως υπόψη, προέβλεπε να
Other Languages
Related words: overruling
overruling language dictionary greek, overruling in greek
Translations
- overruled in greek - παρακαμφθούν, ακυρωθεί, ανατραπεί, ακύρωσε, ξεπέρασε
- overrules in greek - υπερισχύει, ανατρέπει, ακυρώνει, υπερισχύει των, ανατρέπει το
- overrun in greek - υπερβαίνω, υπέρβαση, Η υπέρβαση, υπέρβαση του, υπέρβασης, υπερβεί
- overrunning in greek - η υπέρβαση, την υπέρβαση, της υπέρβασης, υπέρβασης του, υπέρβαση των
Random words
Overruling in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υπέρτερο, παρακάμπτοντας, την αναίρεση, μη λήψεως υπόψη, προέβλεπε να
Translations: υπέρτερο, παρακάμπτοντας, την αναίρεση, μη λήψεως υπόψη, προέβλεπε να