Overwork in greek

Translation: overwork, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση
Overwork in greek
Other Languages

Related words: overwork

overwork language dictionary greek, overwork in greek

Translations

  • overwhelmingly in greek - υπερβολικά, συντριπτικά, συντριπτική πλειοψηφία, με συντριπτική πλειοψηφία, κύριο λόγο
  • overwhelms in greek - κατακλύζει, κυριεύει, συντρίβει, καταβάλλει, κατακλύσει
  • overworked in greek - καταπονημένος, καταπονημένο, καταπονημένους, καταπονημένη
  • overwrite in greek - αντικαταστήσετε, αντικαταστήσει, να αντικαταστήσετε, αντικαθιστούν, αντικαθιστά
Random words
Overwork in greek - Dictionary: english » greek
Translations: υπερκόπωση, υπερβολικού φόρτου εργασίας, την υπερκόπωση, υπερβολική εργασία, η υπερκόπωση