Peddle in greek
Translation: peddle, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
Other Languages
Related words: peddle
peddle car, bike peddle, gas peddle, peddle boat, peddle cars, peddle language dictionary greek, peddle in greek
Translations
- pedantry in greek - σχολαστικότης, σχολαστικότητα, σχολαστικισμός, σχολαστικιστική πεζότητα
- peddled in greek - γυρολογούσε, πούλησε λιανικώς, διαδίδονται, πουλιούνται λιανικώς
- peddler in greek - γυρολόγος, μικρέμπορος, πλανόδιος πωλητής, μικροπωλητής, γυρολόγου
Random words
Peddle in greek - Dictionary: english » greek
Translations: είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα
Translations: είμαι γυρολόγος, πλασάρουν, πουλήσουν λιανικώς, πουλήσει λιανικώς, πουλήσει λιανικώς τα