Peered in greek
Translation: peered, Dictionary: english » greek
κοίταξε, κοίταξαν προσεκτικά, συνάπτουν συμφωνίες ανταλλαγής κίνησης, περιεργαζόταν, κοίταξα

Other Languages
Related words
peered language dictionary greek, peered definition, peered in greek
Translations
evasive in greek - διφορούμενος
peer-to-peer in greek - peer-to
peerage in greek - ευγενείς, σώμα ευπατριδών, σώματος ευπατριδών, ευπατριδών
peeress in greek - ευγενής κυρία
peerless in greek - απαράμιλλος, ασύγκριτος, απαράμιλλη, απαράμιλλο, απαράμιλλης
Random words
Peered in greek - Dictionary: english » greek
Translations: κοίταξε, κοίταξαν προσεκτικά, συνάπτουν συμφωνίες ανταλλαγής κίνησης, περιεργαζόταν, κοίταξα