Percept in greek
Translation: percept, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αντίληψη, αντιλήμματος, αντίλημμα, αντιλαμβανομένου, αντιλήμματος που
Other Languages
Related words: percept
percept language dictionary greek, percept in greek
Translations
- percentages in greek - ποσοστά, τα ποσοστά, ποσοστών, ποσοστά που, ποσοστό
- percentile in greek - εκατοστημόριο, εκατοστημορίου, εκατοστιαία, εκατοστιαίας, ποσοστιαία
- perceptibility in greek - αισθητό, την αντίληψη, αντιληπτικότητας, πόσο αντιληπτές είναι, πόσο αντιληπτές
- perceptible in greek - αισθητός, αντιληπτός, αισθητή, αντιληπτή, αντιληπτό
Random words
Percept in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αντίληψη, αντιλήμματος, αντίλημμα, αντιλαμβανομένου, αντιλήμματος που
Translations: αντίληψη, αντιλήμματος, αντίλημμα, αντιλαμβανομένου, αντιλήμματος που