Prejudge in greek
Translation: prejudge, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Other Languages
Related words: prejudge
prejudge language dictionary greek, prejudge in greek
Translations
- prehistorically in greek - προϊστορικώς, προϊστορικά, προϊστορική, Προϊστορικών, Προϊστορικών όμως
- prehistory in greek - προϊστορία, προϊστορίας, την προϊστορία, προϊστορικούς χρόνους, τους προϊστορικούς χρόνους
- prejudgement in greek - προδίκαση, προκατάληψη, πρόωρη κρίση
- prejudice in greek - πρόληψη, προκατάληψη
Random words
Prejudge in greek - Dictionary: english » greek
Translations: προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται
Translations: προδικάζει, προδικάζουν, προδικάσει, να προδικάζουν, προδικάζεται