Promptitude in greek

Translation: promptitude, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ταχύτητα, αμεσότητας, ταχείας διεκπεραιώσεως, ετοιμότητα, προθυμία
Promptitude in greek
Other Languages

Related words: promptitude

promptitude language dictionary greek, promptitude in greek

Translations

  • prompter in greek - υποβολέας, υποβολεύς, ταχύτερη, γρηγορότερη
  • prompting in greek - προτρέποντας, με αποτέλεσμα, ζητά, προτρέπει, προκαλώντας
  • promptly in greek - έγκαιρα, ταχέως, αμελλητί, αμέσως, άμεσα
  • promptness in greek - προθυμία, έγκαιρη, Η έγκαιρη, ταχύτητα, αμεσότητα
Random words
Promptitude in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ταχύτητα, αμεσότητας, ταχείας διεκπεραιώσεως, ετοιμότητα, προθυμία