Proper in greek
Translation: proper, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ευπρεπής, καθωσπρέπει, σωστός, πρέπων, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Other Languages
Related words: proper
boston proper, proper noun, proper name, nouns, proper nouns, proper language dictionary greek, proper in greek
Translations
- propensities in greek - τάσεις, ροπές, τάσεων, ροπών
- propensity in greek - ροπή, τάση, τάσης, ροπής, προδιάθεση
- properly in greek - ευπρεπέστατα, σωστά
- propertied in greek - έχων περιουσίαν, ιδιοκτητριών, ιδιοκτήτριες, ευκατάστατης
Random words
Proper in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ευπρεπής, καθωσπρέπει, σωστός, πρέπων, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής
Translations: ευπρεπής, καθωσπρέπει, σωστός, πρέπων, κατάλληλος, ορθή, σωστή, κατάλληλη, ορθής