Radicalized in greek

Translation: radicalized, Dictionary: english » greek

Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ριζοσπαστικοποιούνται, ριζοσπαστικοποιηθεί, ριζοσπαστικοποιήθηκε, ριζοσπαστικοποιημένο, ριζοσπαστικοποιείται
Radicalized in greek
Other Languages

Related words: radicalized

radicalized language dictionary greek, radicalized in greek

Translations

  • radicalization in greek - ριζοσπαστικοποίηση, ριζοσπαστικοποίησης, της ριζοσπαστικοποίησης, τη ριζοσπαστικοποίηση, ριζοσπαστισμού
  • radicalize in greek - ριζοσπαστικοποιήσουν, να ριζοσπαστικοποίησουμε, ριζοσπαστικοποίησουμε την, να ριζοσπαστικοποιήσουν, να ριζοσπαστικοποιήσουμε το
  • radicalizes in greek - ριζοσπαστικοποιεί
  • radicalizing in greek - σκληραίνοντας, ριζοσπαστικοποίησης, της ριζοσπαστικοποίησης, Εντείνοντας, να υπερτονίζουμε
Random words
Radicalized in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ριζοσπαστικοποιούνται, ριζοσπαστικοποιηθεί, ριζοσπαστικοποιήθηκε, ριζοσπαστικοποιημένο, ριζοσπαστικοποιείται