Rape-oil in greek
Translation: rape-oil, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
βιασμό, βιασμός, βιασμού, βιασμούς, βιασμών
Other Languages
Related words: rape-oil
rape-oil language dictionary greek, rape-oil in greek
Translations
- rapacity in greek - αρπακτικότητα, απληστία, πλεονεξία, την αρπακτικότητα, αρπακτικότητας
- rape in greek - κράμβη, βιασμός, βιασμού, βιασμό, βιασμούς, βιασμών
- rape-seed in greek - ελαιοκράμβης, κραμβέλαιο, ελαιοκράμβη, σπόρους γογγυλιού, από σπόρους γογγυλιού
- raped in greek - βίασαν, βίασε, βιάστηκαν, βιάζονται, βιαστεί
Random words
Rape-oil in greek - Dictionary: english » greek
Translations: βιασμό, βιασμός, βιασμού, βιασμούς, βιασμών
Translations: βιασμό, βιασμός, βιασμού, βιασμούς, βιασμών