Reappointed in greek
Translation: reappointed, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
ανανεωθεί η θητεία τους, ανανεωθεί η θητεία, επαναδιόρισε, διορίζονται εκ νέου, επαναδιορίζονται
Other Languages
Related words: reappointed
reappointed language dictionary greek, reappointed in greek
Translations
- reappear in greek - επανεμφανίζονται, επανεμφανιστούν, επανεμφανιστεί, εμφανιστεί ξανά, ξαναεμφανιστεί
- reappearance in greek - επανεμφάνιση, επανεμφάνισή, επανεμφάνισης, την επανεμφάνιση, την επανεμφάνισή
- reappointing in greek - επαναδιορισμό, τον επαναδιορισμό, επαναδιορισμό των, τον επαναδιορισμó
- reappointment in greek - αναδιορισμός, επαναδιορισμό, επαναδιορισμός, τον επαναδιορισμό, επαναδιορισμού
Random words
Reappointed in greek - Dictionary: english » greek
Translations: ανανεωθεί η θητεία τους, ανανεωθεί η θητεία, επαναδιόρισε, διορίζονται εκ νέου, επαναδιορίζονται
Translations: ανανεωθεί η θητεία τους, ανανεωθεί η θητεία, επαναδιόρισε, διορίζονται εκ νέου, επαναδιορίζονται