Recoiled in greek
Translation: recoiled, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
συσπειρώσεως, τραβηγμένη προς τα πίσω, αναδιπλωθεί από, συμπτύσσονται
Other Languages
Related words: recoiled
recoiled definition, recoiled language dictionary greek, recoiled in greek
Translations
- recognizing in greek - αναγνωρίζοντας, αναγνώριση, αναγνωρίζει, την αναγνώριση, αναγνώρισης
- recoil in greek - ανάκρουση, ανάκρουσης, οπισθοχώρησης, οπισθοχώρηση, της ανάκρουσης
- recoiling in greek - πόρτες, συρόμενες, Συρόμενες πόρτες, οπισθοχωρώντας, οπισθοχωρούσα
- recoilless in greek - οπισθοδρομήσεως, ανάκρουσης, άνευ οπισθοδρομήσεως, πυροβόλα άνευ οπισθοδρομήσεως, ανευ οπισθοδρομησεως
Random words
Recoiled in greek - Dictionary: english » greek
Translations: συσπειρώσεως, τραβηγμένη προς τα πίσω, αναδιπλωθεί από, συμπτύσσονται
Translations: συσπειρώσεως, τραβηγμένη προς τα πίσω, αναδιπλωθεί από, συμπτύσσονται