Relying in greek
Translation: relying, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται
Other Languages
Related words: relying
relying on, relying on god, relying on people, relying party, relying on others, relying language dictionary greek, relying in greek
Translations
- reluctantly in greek - απρόθυμα, διστακτικά, απροθυμία, δισταγμό, με δισταγμό
- rely in greek - βασίζονται, στηρίζονται, επικαλεστεί, στηριχθεί, επικαλούνται
- remade in greek - ανακατασκευαστεί, ανακατασκευάστηκε, έκδοση συμβατή, έκδοση συμβατή με
- remain in greek - παραμένω
Random words
Relying in greek - Dictionary: english » greek
Translations: επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται
Translations: επικαλούμενη, στηριζόμενη, στηρίζονται, βασίζονται, στηρίζεται