Renouncing in greek
Translation: renouncing, Dictionary: english » greek
Source language:
english
Target language:
greek
Translations:
αποποιήθηκαν, που αποποιήθηκαν, παραίτηση, αποκήρυξη, παραίτηση της
Other Languages
Related words: renouncing
renouncing citizenship, renouncing us citizenship, renouncing language dictionary greek, renouncing in greek
Translations
- renouncement in greek - αποκήρυξη, παραίτηση, αποποίησης, απάρνηση, αποκήρυξης
- renounces in greek - παραιτείται, παραιτηθεί, παραιτείται από, αποποιείται, παραιτείται από τις
- renovate in greek - ανακαινίζω, ανακαίνιση, την ανακαίνιση, ανακαινίσουν, ανακαινίσει, ανακαίνιση των
- renovated in greek - ανακαινισμένο, ανακαινισμένα, ανακαινίστηκε, ανακαινιστεί, ανακαινισμένη
Random words
Renouncing in greek - Dictionary: english » greek
Translations: αποποιήθηκαν, που αποποιήθηκαν, παραίτηση, αποκήρυξη, παραίτηση της
Translations: αποποιήθηκαν, που αποποιήθηκαν, παραίτηση, αποκήρυξη, παραίτηση της